- τυφέκιο
- τοβλ. τουφέκι, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυφέκιο — και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό τού οπλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 … Dictionary of Greek
αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… … Dictionary of Greek
κρανοφόρος — ο αυτός που φορά κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράνος + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, τυφεκιο φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημήτριο Αλ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
μαρτίνι — Οικισμός (υψόμ. 400 μ., 43 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του όρους Ίταμος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου. * * * (I) το 1. οικόσιτο αρνί, θρεφτάρι 2. είδος πτηνού, νήσσα … Dictionary of Greek
οπλοβομβίδα — η στρ. ελαφρό εκρηκτικό βλήμα, παρόμοιο με το βλήμα όλμου, που μπορεί να βληθεί από τυφέκιο στο οποίο έχει προσαρμοστεί κατάλληλο εξάρτημα ή από ειδικό εκτοξευτήρα … Dictionary of Greek
πεντάσφαιρος — η, ο / πεντάσφαιρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε σφαιριδίων ή πέντε κόκκων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντάσφαιρο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, τυφέκιο, περίστροφο, ή πιστόλι, τού οποίου ο γεμιστήρας ή το βυκίο έχει χωρητικότητα πέντε… … Dictionary of Greek
τουφέκι — και ντουφέκι, το, Ν στρ. βλ. τυφέκιο … Dictionary of Greek
τουφεκήθρα — και λογ. τ. τυφεκήθρα, η, Ν η τουφεκίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκιο(ν) + κατάλ. ήθρα (πρβλ. δακτυλ ήθρα). Ο τ. τυφεκήθρα μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
τυφεκιοφόρος — και, σπαν., τουφεκιοφόρος, ο, Ν στρατιώτης οπλισμένος με τυφέκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / τυφέκι(ον) + φόρος*. Ο τ. τυφεκιοφόροι μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
τυφεκισμός — ο, Ν [τυφέκιο] 1. εκπυρσοκρότηση τυφεκίου 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με πυροβολισμούς τυφεκίου ή τυφεκίων … Dictionary of Greek